- συνηδίκηται
- συναδικέωjoin in wrongperf ind mp 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναδικώ — έω, Α 1. αδικώ μαζί με κάποιον («ἵνα μὴ συναδικήσωσιν ἑτέροις», Θουκ.) 2. (ενεργ. και παθ.) αδικώ επιπροσθέτως («ἅπασι τούτοις ὁ θεὸς συνηδίκηται», Δημόσθ.) … Dictionary of Greek